ρεφορμιστής

ρεφορμιστής
ο, θηλ. ρεφορμίστρια, Ν
ο οπαδός τού ρεφορμισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reformiste (βλ. λ. ρεφορμισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρεφορμιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του ρεφορμισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεφορμισμός — Μέθοδος πολιτικής δράσης, που επιδιώκει να αλλάξει την υπάρχουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση με την εφαρμογή οργανικών και βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιτίθεται από το ένα μέρος στις επαναστατικές μεθόδους και από το άλλο στις αντιλήψεις του …   Dictionary of Greek

  • ρεφορμιστικός — ή, ό, Ν [ρεφορμιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρεφορμισμό ή είναι χαρακτηριστικός του («ρεφορμιστικές τάσεις») …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”